- δύσογκος
- δύσ-ογκος, ον,A overheavy, burdensome,
πλοῦτος Plu.Aem.12
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλοῦτος Plu.Aem.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δύσογκος — δύσογκος, ον (Α) πάρα πολύ βαρύς … Dictionary of Greek
δύσογκον — δύσογκος overheavy masc/fem acc sg δύσογκος overheavy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek